παρακελευστός

παρακελευστός
-ή, -όν, Α [παρακελεύομαι]
(για ακροατήριο) αυτός που συγκροτήθηκε μετά από προτροπή ή παράκληση για να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει κάτι, ο φατριαστικά εκλεγμένος, ο εγκάθετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακελευστός — summoned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστοῖς — παρακελευστός summoned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστούς — παρακελευστός summoned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”